φραμασόνος

φραμασόνος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φραμασόνος" в других словарях:

  • φραμασόνος — και φαρμασόνος, ο, Ν ο μασόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frammassone < αγγλ. freemason < free «ελεύθερος» + mason «μασόνος, τέκτονας»] …   Dictionary of Greek

  • φραμασόνος — ο βλ. φαρμασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασόνος — ο 1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος 2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσεις β) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»] …   Dictionary of Greek

  • φαρμασόνος — ο, Ν βλ. φραμασόνος …   Dictionary of Greek

  • φραμασονία — και φαρμασονία, η, Ν [φραμασόνος] η μασονία, ο τεκτονισμός …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροτέκτονας — ο ο οπαδός του τεκτονισμού, ο μασόνος, ο φραμασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμασόνος — φαρμασόνος, ο και φραμασόνος, ο θηλ. όνα (λ. ιταλ.) 1. ο μασόνος, ο ελεύθερος τέκτονας. 2. (με παρετυμολογία από το φαρμάκι) πικρόχολος, κακεντρεχής: Δεν ακούς καλή κουβέντα απ αυτόν είναι φαρμασόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»